- Γυράς
- Γυρά̱ς , Γυραίfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γυρᾶς — Γυραί fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρᾶς — γῡρᾶς , γυρός rounded fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυράς — γῡρά̱ς , γυρός rounded fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρα — (I) επίρρ. γύρω. (II) η 1. περιφορά, κύκλος 2. σειρά 3. φρ. α) «βγαίνω στη γύρα» ζητιανεύω ή επιδιώκω κάτι συστηματικά και ενοχλητικά θ) «βγαίνω στη γύρα ή είμαι τής γύρας» είμαι πόρνη γ) «έμπορος ή εμπόριο τής γύρας» πλανόδιος έμπορος ή εμπόριο… … Dictionary of Greek